- χειραφετώ
- [хирафэто] ρ освобождать, расковывать, эмансипировать.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
χειραφετώ — χειραφετῶ, έω, ΝΜΑ [χειράφετος] αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω νεοελλ. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία 2. (κατ επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία τού άνδρα 3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
χειραφετώ — και χειραφετάω χειραφέτησα, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος 1. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία. 2. απαλλάσσω γυναίκα από την αντρική εξουσία: Οι γυναίκες σήμερα είναι χειραφετημένες. 3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειραφέτηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χειραφετώ 2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση τής γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών τού τρίτου κόσμου») 3. τερματισμός τής πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον… … Dictionary of Greek
αχειραφέτητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει χειραφετηθεί 2. (για ανηλίκους ή γυναίκες) εκείνος που δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από την κηδεμονία του πατέρα ή του συζύγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χειραφετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειραφετημένος — η, ο, Ν βλ. χειραφετώ … Dictionary of Greek
χειραφετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειραφέτηση («χειραφετική πράξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειραφέτηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειραφετώ, η απελευθέρωση κάποιου από την εξουσία άλλου: Σήμερα η χειραφέτηση της γυναίκας είναι γεγονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)